Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άωρος
- απόδοση: ανεπίκαιρος / παράκαιρος / που δεν μελετήθηκε επαρκώς / που στερείται ωριμότητος / ο άγουρος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’