Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αξιωματικός
- απόδοση: ο φέρων βαθμό ήτοι αξίωμα μετέχων στις ένοπλες δυνάμεις ή σε σώματα με στρατιωτική οργάνωση
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποστρατεύτηκε ως ανώτερος λ της αεροπορίας
ζήτησε να επέμβει ο λ υπηρεσίας
κατά την περιπετειώδη θητεία του τον στήριξε ένας ανώτερος λ
το ΓΕΣ προβλέπει βοήθημα για απόστρατους αξιωματικούς
υπηρέτησε στο στράτευμα ως λ καριέρας