Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρίας
- απόδοση: μέλος κατώτερης κοινωνικής ομάδος των Ινδιών / για άτομο ή σύνολο ατόμων με μειωμένα δικαιώματα ή χαμηλού κοινωνικού κύρους
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’