Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παλαίωση
- απόδοση: το να μεταβάλλεται κάτι σε παλαιό εξ αιτίας κυρίως της φθοράς του χρόνου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατασκευάζει αντίγραφα παλιομοδίτικων επίπλων που φέρουν τεχνητή λ