Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνέχεια
- απόδοση: η αδιάσπαστη ακολουθία / η διαδοχή στο κύλισμα του χρόνου / διατήρηση ενότητας επιφανείας ή εκτάσεως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το τραύμα στο δεξί βραχίονα προκάλεσε λύση της συνέχειας του δέρματος