Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δέλεαρ
- απόδοση: η ελκτική δύναμη δια της οποίας γίνεται προσπάθεια προσελκύσεως ατόμου ή συνόλου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
χρησιμοποίησε ως λ την πρόσληψη σε οργανισμό του δημοσίου προκειμένου να αποσπάσει την ψήφο του