Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επικήδειος
- απόδοση: που εκφωνείται μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία με σκοπό τον έπαινο του θανόντος & την παρηγοριά του συγγενικού περιβάλλοντος
- συγγενές: επικήδειος λόγος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποχαιρέτησε τον αποθανόντα με ένα ιδιαίτερα περιεκτικό επικήδειο λόγο που απηχούσε τα αισθήματα όλων
μεταξύ πολλών πρώην συνάδελφος του μεταστάντος εκφώνησε λαμπρό επικήδειο