Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ψύχραιμος
- απόδοση: που μπορεί & διατηρεί πνευματική ετοιμότητα διατηρώντας τις ψυχικές αντιδράσεις ευρισκόμενος προ απροόπτου γεγονότος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’