Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευτύχημα
- απόδοση: γεγονός ιδιαίτερα ευχάριστο / προκειμένου για σύμπτωση ή περίπτωση που είναι πολύ ευνοϊκή
- αντίθετο: δυστύχημα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το λ είναι ότι επιβίωσε παρά τη σοβαρότητα του αυτοκινητιστικού δυστυχήματος