Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πλερέζα
- απόδοση: μαύρο πέπλο κάλυψης της κεφαλής & του προσώπου των γυναικών εις ένδειξη πένθους
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εμφανίσθηκε στην τελετή ενταφιασμού του συζύγου της με λ