Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πλεονεξία
- απόδοση: η πρόθεση ατόμου να έχει περισσότερα από όσα χρειάζεται ή να αποκτά περισσότερα από όσα δικαιούται εις βάρος τρίτων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’