Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιταχυντής
- απόδοση: συσκευή ικανή να προσδίδει ενέργεια σε φορτισμένα άτομα ή σε σωματίδια / ουσία αυξάνουσα την ταχύτητα χημικής αντίδρασης
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’