Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαπραγματευτής
- απόδοση: ο επιφορτισμένος με διαπραγμάτευση προς επίτευξη συμφωνίας κυρίως δια μέσου συζητήσεων
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκλύθηκε διαπραγματευτής της Ελληνικής Αστυνομίας προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία με τους απαγωγείς του παιδιού