Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αχρέωτος
- απόδοση: που δεν έχει χρεωθεί / που δεν είναι χρεωμένος / που δεν οφείλει χρηματικό ποσό / που δεν έχει εγγραφεί στην χρεωστική στήλη λογιστικών βιβλίων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’