Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συσσίτιο
- απόδοση: το παραγόμενο σε μεγάλη ποσότητα φαγητό προοριζόμενο για ομάδες ατόμων όπως οι στρατιώτες ή οι άποροι
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’