Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σιτηρέσιο
- απόδοση: η παρεχόμενη ημερήσια τροφή των στρατιωτών / επίδομα για αγορά τροφής προς τους στρατιώτες
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’