Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φειδωλός
- απόδοση: που προσφέρει με φειδώ όχι απλόχερα / που διαθέτει που δαπανά με μέτρο & σύνεση
- αντίθετο: αφειδής
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε ιδιαίτερα φειδωλός στα συναισθήματά του προς την συμβία του