Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μεγαλομέτοχος
- απόδοση: που κατέχει ικανό μερίδιο μετοχών έως πλειοψηφικό εταιρείας
- αντίθετο: μικρομέτοχος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’