Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κεραυνόπληκτος
- απόδοση: που δέχθηκε κεραυνό / που αντιμετωπίζει έκπληξη από κάτι το εξαιρετικά δυσάρεστο / που υπέστη αιφνίδιο θάνατο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η δυσάρεστη είδηση τον άφησε κεραυνόπληκτο
θλιβερή η θέα του κεραυνόπληκτου δένδρου