Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιφρούρηση
- απόδοση: επιτήρηση που αποσκοπεί στην προφύλαξη από απειλή ή εχθρό
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η πορεία των διαδηλωτών κινείται επιτηρούμενη από ομάδες περιφρούρησης