Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ικέτης
- απόδοση: ο καταφεύγων σε ιερό τόπο κατά την αρχαιότητα προκειμένου να ζητήσει εξαγνισμό / πρόσωπο που καταφεύγει σε άλλο ζητώντας προστασία
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’