Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έγκλειστος
- απόδοση: ο περιορισμένος σε κλειστό χώρο για λόγους σωφρονιστικούς ή θεραπευτικούς
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’