Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παραφυάδα
- απόδοση: νέος βλαστός προερχόμενος από τη ρίζα φυτού ή από το υπόγειο τμήμα του κορμού / κάτι το αναπτυσσόμενο με κέντρο ένα κύριο κορμό ήτοι το παρακλάδι
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’