Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μώλωπας
- απόδοση: μελανιά επί του δέρματος συνοδευόμενη από πρήξιμο
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εδάρη αγρίως φέρων μώλωπες εκτεταμένους επί του προσώπου & του σώματος