Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυτοκράτορας
- απόδοση: ο εκφραστής της απόλυτης εξουσίας / ο απόλυτος μονάρχης / προκειμένου για άτομο που κυριαρχεί απόλυτα σε κάποιο τομέα
- συγγενές: κάιζερ / τσάρος / σουλτάνος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
μελετά τους βίους των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου
υπήρξε λ στο χώρο παραγωγής φαρμάκων