Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βραχιόνιος
- απόδοση: που ανήκει ή αναφέρεται στον βραχίονα
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
σε τροχαίο ατύχημα κακοποιήθηκε το δεξί βραχιόνιο οστό