Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μονοπώλιο
- απόδοση: η άσκηση δραστηριότητος σε ορισμένο τομέα της οικονομίας από μία & μόνον επιχείρηση
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’