Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οικότροφος
- απόδοση: ο οποίος έναντι ορισμένου αντιτίμου ζει κοντά σε κάποιον απολαμβάνοντας στέγη & ενδεχομένως τροφή
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’