Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γκαζόν
- απόδοση: χλόη ελαχίστου ύψους καλλιεργούμενη σε κήπους ιδιωτικούς ή δημόσια πάρκα
- ρίζα: gazon
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’