Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κρουνός
- απόδοση: ο ευρισκόμενος κατά την πορεία ή στο άκρον υδραυλικού δικτύου ο οποίος δια φέρουσας στρόφιγγας επιτρέπει ή αποτρέπει την διέλευση νερού εις ποσότητα & με ορμητικότητα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’