Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νιπτήρας
- απόδοση: επίτοιχη λεκάνη από πορσελάνη ή ανοξείδωτο υλικό συνδεδεμένη με το υδραυλικό & το αποχετευτικό δίκτυο προοριζόμενη για το πλύσιμο χεριών ή προσώπου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’