Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποκάλυψη
- απόδοση: ενέργεια που φανερώνει κάτι το μη ορατό το μη φανερό ή το μη αντιληπτό / προκειμένου για νέα στοιχεία με καθοριστική σημασία / εγχειρητική ενέργεια που καθιστά προσιτό όργανο του σώματος με σκοπό διαγνωστικό ή θεραπευτικό
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’