Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποτροπή
- απόδοση: παροξυσμός ασθένειας μετά φαινομενική ίαση / επανάληψη αξιόποινης πράξεως από ένοχο αδικήματος καταδικασθέντα κατά το παρελθόν
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’