Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ρόγχος
- απόδοση: θορυβώδης αναπνοή εξ αιτίας αναπνευστικής δυσχέρειας ή η προαναγγέλλουσα τον θάνατο ψυχορραγούντος ατόμου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’