Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κλεψύδρα
- απόδοση: το κατά την αρχαιότητα όργανο μετρήσεως του χρόνου αποτελούμενο από δύο δοχεία που επικοινωνούν με στενό σωλήνα μέσω του οποίου διέρχεται η άμμος συνήθως από το ένα δοχείο στο άλλο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’