Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τυχάρπαστος
- απόδοση: ο ασήμαντος που βρέθηκε από την αφάνεια σε υψηλή κοινωνική θέση λόγω συγκυριακών καταστάσεων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’