Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άπειρος - 2
- απόδοση: ο άμαθος / ο στερούμενος γνώσεων προερχόμενων από πρακτική εξάσκηση
- αντίθετο: έμπειρος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’