Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μητριαρχία
- απόδοση: που η γυναίκα & κατ΄ επέκταση η μητέρα κατέχει την κυρίαρχη θέση στην οικογένεια & στο κοινωνικό σύνολο λαμβάνεται δε υπ΄ όψιν μόνο η μητρική συγγένεια
- αντίθετο: πατριαρχία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’