Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δολιοφθορά
- απόδοση: ύπουλη ενέργεια που αποβλέπει στην πρόκληση καταστροφών σε περίοδο πολέμου / ενέργεια εις βάρος πολιτικών αντιπάλων
- συγγενές: σαμποτάζ
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’