Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κακοήθης
- απόδοση: ο επιδιώκων την ηθική ή υλική βλάβη / προκειμένου για νόσο με θανατηφόρο εξέλιξη
- αντίθετο: καλοήθης
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’