Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συρραφή
- απόδοση: ένωση τεμαχίων από κάποιο υλικό / συγκέντρωση αποσπασμάτων ή στοιχείων & η συνένωσή αυτών άνευ επεξεργασίας αυτών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’