Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στόλος
- απόδοση: σύνολο ή υποσύνολο πολεμικών πλοίων ή εμπορικών σκαφών / σύνολο αλιευτικών σκαφών αεροσκαφών ή λεωφορείων
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’