Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ναυάγιο
- απόδοση: καταποντισμός πλοίου / πλήρης αποτυχία προσπάθειας / ηθική καταστροφή / για αποτυχόντα άνθρωπο στη ζωή
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’