Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νεκροσυλία
- απόδοση: κλοπή αντικειμένων που φέρει νεκρός ή που έχουν τοποθετηθεί μετ΄ αυτού στον τάφο του
- συγγενές: τυμβωρυχία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’