Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ιεροσυλία
- απόδοση: αρπαγή ιερών πραγμάτων από ναό ή ιερό χώρο / πράξη που προσβάλει κάτι το ιερό ήτοι βεβήλωση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’