Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ναύλος
- απόδοση: το χρηματικό ποσό με το οποίο αμείβεται ο προσφέρων υπηρεσίες για την μεταφορά επιβατών ή φορτίου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’