Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανεκτέλεστος
- απόδοση: που δεν θανατώθηκε προκειμένου για κάποιον που του αποδόθηκε ποινή θανάτου
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’