Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αφορισμός - 2
- απόδοση: εκκλησιαστική ποινή επί αμαρτημάτων δια της οποίας ο αφορισμένος αποκλείεται από την χριστιανική κοινότητα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’