Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χειροκροτητής
- απόδοση: ο χειροκροτών ομιλητές κομματικών συγκεντρώσεων έναντι ανταλλαγμάτων / αυτός που με τρόπο κραυγαλέο υποστηρίζει ενέργειες παραγόντων ή αρχηγού κόμματος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’