Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαφθορά
- απόδοση: παραβίαση ηθικών & νομικών κανόνων κατά την άσκηση του καθήκοντος / ανηθικότητα επί σεξουαλικών θεμάτων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η λ έχει πλέον ευτελίσει εις βάθος τον δημόσιο βίο